dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
τοιχοποιία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Mauern
Ⓦ
Ⓖ
…
τοιχοποιία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Mauerwerk
Ⓦ
Ⓖ
…