dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τηγανίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
braten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τηγανίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anbraten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τηγανίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in der Pfanne braten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)