dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
τεφροδόχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Totenurne
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
τεφροδόχος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Urne
Ⓦ
Ⓖ
…