dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
τεντωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gespannt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
τεντωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
angespannt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
τεντωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufgespannt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
τεντωμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
gestreckt
Ⓦ
Ⓖ
…