dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
τεμαχίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
filetieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τεμαχίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
in Stücke schneiden
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τεμαχίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
parzellieren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τεμαχίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerkleinern
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τεμαχίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zerstückeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τεμαχίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stückeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)