dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
τεκμήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Indiz
Ⓦ
Ⓖ
…
τεκμήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Dokument
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
τεκμήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vermutung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τεκμήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Beleg
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τεκμήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mutmaßung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(−)
!
οπτικοακουστικό τεκμήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
audiovisuelles Dokument
Ⓦ
Ⓖ
…
!
τεκμήριο κυριότητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Eigentumsvermutung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
τεκμήριο συναποβίωσης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kommorientenvermutung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
νόμιμο τεκμήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Rechtsvermutung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
τεκμήριο θανάτου
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Todesvermutung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
τεκμήριο αθωότητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Unschuldsvermutung
Ⓦ
Ⓖ
…
τεκμήριο πατρότητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Vaterschaftsvermutung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
τεκμήριο υπαιτιότητας
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verschuldensvermutung
Ⓦ
Ⓖ
…