dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
πιθανολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mutmaßung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εικασία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mutmaßung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
εικοτολογία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mutmaßung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τεκμήριο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Mutmaßung
Ⓦ
Ⓖ
…