dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
ταραχοποιός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Störenfried
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
ταραχοποιός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Unruhestifter
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ταραχοποιός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Radaubruder
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ταραχοποιός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Randalierer
Ⓦ
Ⓖ
…