dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
ταράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufregen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ταράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erschüttern
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ταράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stören
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ταράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwirren
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
ταράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beunruhigen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ταράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufrühren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ταράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufwühlen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
ταράζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
umkrempeln
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)