dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
ταπεινοφροσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Demut
Ⓦ
Ⓖ
…
!
ταπεινοφροσύνη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Bescheidenheit
Ⓦ
Ⓖ
…