dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
τακτοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ordnen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τακτοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einrichten
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τακτοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erledigen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
τακτοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
regeln
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τακτοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
anordnen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τακτοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufarbeiten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
τακτοποιώ
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufräumen
Ⓦ
Ⓖ
…