dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
τέχνασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Trick
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τέχνασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Kunstgriff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
τέχνασμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vereinfachung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)