dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
σύρραξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zusammenprall
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σύρραξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zusammenstoß
Ⓦ
Ⓖ
…