dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
σύνταξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Pension
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σύνταξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Redaktion
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σύνταξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Rente
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σύνταξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Syntax
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σύνταξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Verfassen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σύνταξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verfassung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σύνταξη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Wortstellung
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)