dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
σύννομο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Legitimität
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
σύννομο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Gesetzmäßigkeit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
σύννομο
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Legalität
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)