dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σύλληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Empfängnis
Ⓦ
Ⓖ
…
σύλληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Festnahme
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σύλληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Ergreifung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σύλληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Inhaftierung
Ⓦ
Ⓖ
…
σύλληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Konzeption
Ⓦ
Ⓖ
…
σύλληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pfändung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σύλληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Verhaftung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σύλληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Ausdenken
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σύλληψη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Fassen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)