dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σύγκρουση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kampf
Ⓦ
Ⓖ
…
σύγκρουση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Konflikt
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σύγκρουση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zusammenprall
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σύγκρουση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kollision
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
σύγκρουση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zusammenstoß
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)