dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
σωρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Haufen
Ⓦ
Ⓖ
…
σωρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Haufe
Ⓦ
Ⓖ
…
σωρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Schornstein
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σωρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Halde
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σωρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
große Menge
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σωρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Menge
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σωρός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wust
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)