dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σωριάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenbrechen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σωριάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hinfallen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σωριάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
zusammenklappen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σωριάζομαι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
sinken
Ⓦ
Ⓖ
…