dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
σχεδιάγραμμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Grundriss
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
σχεδιάγραμμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zeichnung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
σχεδιάγραμμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Entwurf
Ⓦ
Ⓖ
…