dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σφυρίχτρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Pfeife
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σφυρίχτρα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Trillerpfeife
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)