dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
σφράγισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Füllung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
σφράγισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Plombe
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
σφράγισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Zahnfüllung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σφράγισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Versiegelung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σφράγισμα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stempeln
Ⓦ
Ⓖ
…