dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
σφιχτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
klemmend
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σφιχτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
prall
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
σφιχτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
hart gekocht
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σφιχτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
geizig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σφιχτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
straff
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σφιχτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stramm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σφιχτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fest
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σφιχτός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Geizkragen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)