dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
συσκευή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gerät
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
συσκευή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Vorrichtung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συσκευή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Apparat
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)