dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
συνωμοσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Verschwörung
Ⓦ
Ⓖ
…
συνωμοσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Konspiration
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συνωμοσία
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Komplott
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)