dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
συντηρητισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Konservatismus
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
συντηρητισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Konservativismus
Ⓦ
Ⓖ
…