dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
συνεχίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fortsetzen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
συνεχίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beibehalten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συνεχίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fortfahren
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συνεχίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weiterführen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
συνεχίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weitermachen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)