dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
συναδελφικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kollegial
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συναδελφικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
kameradschaftlich
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
συναδελφικός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Kollegen-
Ⓦ
Ⓖ
…