dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
συμφέρον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Interesse
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
συμφέρον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Eigeninteresse
Ⓦ
Ⓖ
…
συμφέρον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vorteilhaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
συμφέρον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Belang
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
συμφέρον
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Vorteil
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)