dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
συμβίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Lebensgemeinschaft
Ⓦ
Ⓖ
…
!
συμβίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Symbiose
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συμβίωση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Zusammenleben
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)