dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
συλλογή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sammlung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
συλλογή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Kollektion
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
συλλογή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Auswahl
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
συλλογή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Sortiment
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)