dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
η
συγκοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Herzanfall
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
συγκοπή
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Synkope
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)