dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
συγκλονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Betroffenheit
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
συγκλονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Erschütterung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
συγκλονισμός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Bestürzung
Ⓦ
Ⓖ
…