dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
συγκατάθεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Zustimmung
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
η
συγκατάθεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Einverständniserklärung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συγκατάθεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Übereinstimmung
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
συγκατάθεση
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Einverständnis
Ⓦ
Ⓖ
…