dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
στρατευμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beim Militär
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
στρατευμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
engagiert
Ⓦ
Ⓖ
…