dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
στενός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
eng
Ⓦ
Ⓖ
…
Επίθετο
στενός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
schmal
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στενός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
innig
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στενός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nah
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στενός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
nahe
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στενός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
stramm
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
στενός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
vertraut
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)