dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
στεγάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
mit einem Dach versehen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στεγάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
unterbringen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στεγάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
beherbergen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
στεγάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufnehmen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)