dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ρήμα
σταθμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
abwägen
Ⓦ
Ⓖ
…
Ρήμα
σταθμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
erwägen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σταθμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ausloten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σταθμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wägen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σταθμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
wiegen
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σταθμίζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
ermessen
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)