dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σοφός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
weise
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
ο
σοφός
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Weise
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)