dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
σοδομιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Knabenschänder
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σοδομιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Homosexueller
Ⓦ
Ⓖ
…