dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σμίλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stemmeisen
Ⓦ
Ⓖ
…
σμίλη
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Meißel
Ⓦ
Ⓖ
…