dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ρήμα
σκουριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
einrosten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σκουριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
rosten
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ρήμα
σκουριάζω
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verrosten
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)