dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
το
σκουπίδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Mist
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
σκουπίδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Müll
Ⓦ
Ⓖ
…
Ουσιαστικό
το
σκουπίδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stück Dreck
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σκουπίδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Abfall
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σκουπίδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Gerümpel
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
σκουπίδι
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
das
Stück Müll
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)