dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σκεπτικιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Skeptiker
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
σκεπτικιστής
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Zweifler
Ⓦ
Ⓖ
…