dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Ουσιαστικό
ο
σκαντζόχοιρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Igel
Ⓦ
Ⓖ
…
σκαντζόχοιρος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Stachelschwein
Ⓦ
Ⓖ
…