dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
Επίθετο
σαστισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
verwirrt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σαστισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
aufgelöst
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σαστισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
bestürzt
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σαστισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
konsterniert
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Επίθετο
σαστισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
perplex
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σαστισμένος
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
fassungslos
Ⓦ
Ⓖ
…