dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
η
σαρδέλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Sardelle
Ⓦ
Ⓖ
…
!
σαρδέλα
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Sardine
Ⓦ
Ⓖ
…