dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
σαμπάνια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Champagner
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
η
σαμπάνια
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Sekt
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)