dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
το
ρεπό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
die
Arbeitspause
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ρεπό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
freie Tag
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
το
ρεπό
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Ruhetag
Ⓦ
Ⓖ
…
Εν μέρει αντιστοιχίες
(+)