dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
!
Ουσιαστικό
ο
ρέκτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Draufgänger
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ρέκτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Wagemutige
Ⓦ
Ⓖ
…
!
Ουσιαστικό
ο
ρέκτης
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
der
Unternehmungslustige
Ⓦ
Ⓖ
…